πλησιότης

πλησιότης
πλησιότης
neighbourhood
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλησιότης — ητος, Α [πλησίος] η ιδιότητα τού να βρίσκεται κάτι κοντά σε κάτι ή κάποιον άλλο, η γειτονία, γειτνίαση («ἐπίρρημα σημαῑνον τὴν πλησιότητα», Απολλ. Δύσκ.) …   Dictionary of Greek

  • πλησιότητα — πλησιότης neighbourhood fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιότητι — πλησιότης neighbourhood fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησιότητος — πλησιότης neighbourhood fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”